- προτήνιον
- Α(κατά τον Φώτ.) «ἡλικία τις αἰγόςἐν Καμειρέων ἱεροποιΐᾳ τράγον προτήνιον θύειν νόμος».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πρατήνιον].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προτήνιον — προτή̱νιον , πρόσ ἀνέω imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) προτή̱νιον , πρόσ ἀνέω imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρατάνιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «μαλλόν». [ΕΤΥΜΟΛ. η λ. συνδέεται πιθ. με τους τ. πρατήνιον*, προτήνιον*, πρητήν*] … Dictionary of Greek
πρατήνιον — τὸ, Α 1. (αττ. τ.) το ὕπερον* 2. χρονιάρικο αρνί, πρητήν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Πιθ. δάνειο από τη Μικρά Ασία. Ο τ. συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Φώτιος «προτήνιον ἡλικία τις αἰγός» και τού τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «πρητήν ὁ… … Dictionary of Greek